λαχαίνω — y pres subj act 1st sg λαχαίνω y pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαχαίνω — λαχαίνω, έλαχα βλ. πίν. 176 (και ως απρόσ. λαχαίνει) … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
λαχαίνω — έλαχα 1. συναντώ, αποκτώ κάτι τυχαία: Μου έλαχε μια κληρονομιά. 2. απρόσ., συμβαίνει κάτι τυχαία: Του έλαχε μεγάλη συμφορά. 3. φρ., «Μεις οι βλάχοι όπως λάχει», είμαστε ολιγαρκείς … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
λαχήνῃ — λαχαίνω y aor subj mid 2nd sg λαχαίνω y aor subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐλάχαινον — λαχαίνω y imperf ind act 3rd pl λαχαίνω y imperf ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαχαινομένης — λαχαίνω y pres part mp fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαχαινέμεν — λαχαίνω y pres inf act (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαχαινόμενα — λαχαίνω y pres part mp neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαχανεῖαι — λαχαίνω y fut ind mid 2nd sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαχαίνειν — λαχαίνω y pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)